- σαρρακηνία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών ποωδών ριζωματωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαρρακινιίδες τής τάξης σαρρακηνιώδη και περιλαμβάνει 8-9 είδη τα οποία είναι εντομοφάγα και απαντούν σε ελώδεις περιοχές τής ανατολικής Βόρειας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sarracenia, από το όν. τού Μ. Sarrazin. Γαλλοκαναδού φυσιοδίφη].
Dictionary of Greek. 2013.